«Στην
Πάφο, στις 4 Μαΐου 1910 γεννήθηκε ο Στέλιος Κυριακίδης. Αν και ήταν φτωχή η
οικογένειά του, κάποια στιγμή ξεκίνησε τον αθλητισμό στην Λεμεσό. Του άρεσε από
πολύ μικρός το τρέξιμο.
Αργότερα,
που ήρθε στην Ελλάδα, δεν εγκατέλειψε τον έρωτά του για τον αθλητισμό, αν και ο
αγώνας της καθημερινής επιβίωσης στεκόταν εμπόδιο.
Κατάφερε
να αγωνιστεί, ως δρομέας, με την ελληνική Εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες
του 1936!
Μετά
την Κατοχή και το τέλος του Εμφύλιου πολέμου, το 1946, πήρε τη μεγάλη απόφαση
να ξανατρέξει. Με λίγη προπόνηση και ελάχιστο φαγητό από τους γείτονες,
σκέπτεται να πάει στην Αμερική, για να συμμετάσχει στο φημισμένο Μαραθώνιο της
Βοστώνης. Ελπίζει ότι και μόνο με την παρουσία του θα μπορέσει να
ευαισθητοποιήσει τους Αμερικανούς, ώστε να βοηθήσουν το λαό μας, που περνούσε
δύσκολες ώρες.
Φεύγει,
αφού πουλάει πρώτα τα μισά έπιπλα του σπιτιού του και καταφέρνει να του δώσουν
και κάμποσα χρήματα από τη δουλειά του, ώστε να βγάλει ένα εισιτήριο, χωρίς
επιστροφή.
Ο
Μαραθώνιος της Βοστώνης ήταν ο πιο δύσκολος και φημισμένος της εποχής.
Συμμετείχαν μεγάλα ονόματα, όπως ο τεράστιος Άγγλος Κένεθ Μπέιλι, ο Αμερικανός,
νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι και ένας Καναδός αθλητής,
παρόμοιου «μεγέθους».
Ο
γιατρός, που εξέταζε τους αθλητές πριν αγωνιστούν, είπε στον Κυριακίδη ότι δεν
μπορεί να τρέξει. Χαρακτηριστικά τού εξήγησε: «Είσαι πολύ αδύναμος, νεαρέ
Έλληνα. Θα πεθάνεις στον δρόμο από την εξάντληση, έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι.
Δεν θα αντέξεις ούτε για μερικά χιλιόμετρα». Εκείνος όμως, αναλαμβάνοντας την
ευθύνη είπε: «Φέρτε μου το χαρτί να υπογράψω ότι θα τρέξω κι αναλαμβάνω όποιον
κίνδυνο υπάρχει για την ζωή μου. Θα τρέξω κι ας πεθάνω εδώ πέρα».
Ο
αγώνας πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου 1946. Ξεκίνησε αργά ο Στέλιος
Κυριακίδης, αλλά στην πορεία όλο και πλησίαζε τους πρώτους, όλο και πατούσε
καλύτερα. Στο 40ό χιλιόμετρο έπιασε τον Κέλι, τον πρωτοπόρο. Κατάφερε να
κερδίσει, πετυχαίνοντας πανευρωπαϊκό ρεκόρ! «Παραμιλούσε» η Αμερική.
Ο
πρόεδρος των ΗΠΑ, Τρούμαν, τον κάλεσε στο Λευκό Οίκο μαζί με τον δεύτερο
νικητή, τον Αμερικάνο Τζόνι Κέλι, ο οποίος 15 φορές στην καριέρα του ήταν μέσα
στην πρώτη πεντάδα του Μαραθωνίου της Βοστώνης, ενώ το 2000 ανακηρύχθηκε από το
Runner's World ο κορυφαίος δρομέας για τον περασμένο αιώνα.
Ο
Τρούμαν ρώτησε τον Τζόνι Κέλι: «Καλά, βρε παιδί μου, πώς έχασες απ' αυτόν τον
«κοκαλιάρη» (έτσι τον αποκαλούσαν στις εφημερίδες) κι αδύναμο Έλληνα»; Ο Κέλι
απάντησε: «Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα για
τον εαυτό μου κι αυτός για έναν ολόκληρο λαό, για μια ιδεολογία...».
Ο
Τρούμαν χαμογέλασε και, γυρνώντας προς τον Κυριακίδη, είπε: «Εσύ, παιδί μου,
είσαι άξιος συγχαρητηρίων. Για πες μου. Τι θες να κάνω για σένα; Θες ρούχα;
Τρόφιμα να δυναμώσεις; Χρήματα; Ό,τι θες από μένα, ζήτα το».
Ο
Κυριακίδης απάντησε: «Σας ευχαριστώ, πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το
μόνο που ζητώ είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που
λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει».
Αυτό
που έγινε στη συνέχεια ήταν απίστευτο. Από δωρεές των Αμερικανών μαζεύτηκαν
τόνοι από τρόφιμα, φάρμακα, κουβέρτες. Ήταν δύσκολο να τα μεταφέρουν. Μόλις
βρέθηκαν έξι καράβια, με τη συνδρομή της οικογένειας Λιβανού, έφτασε η βοήθεια
στην Ελλάδα. Το «Πακέτο Κυριακίδη», όπως το ονόμασαν.
Συγκεντρώθηκαν,
επίσης, 250.000 δολάρια, για να δοθούν στους ταλαιπωρημένους, από την Κατοχή
και τον Εμφύλιο, Έλληνες. Ποσό τεράστιο για την εποχή! Όλες οι αμερικάνικες
εφημερίδες είχαν τον Κυριακίδη πρωτοσέλιδο, ενώ ο ίδιος έτρεχε από Πολιτεία σε
Πολιτεία, για να φέρει κι άλλη βοήθεια στην τσακισμένη Ελλάδα.
Όταν
επέστρεψε στην πατρίδα, στις 23 Μαΐου, ένα εκατομμύριο κόσμος ξεχύθηκε στους
δρόμους και τον υποδέχτηκε. Ένας λαός, που πέθαινε στους δρόμους από την
εισβολή του ναζισμού και τον Εμφύλιο, μπόρεσε να χαμογελάσει ξανά με τη βοήθεια
του σπουδαίου αυτού Έλληνα. Είχαν φτάσει απ' όλη την Ελλάδα άνθρωποι στην
πρωτεύουσα, για να τον ευχαριστήσουν. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που
φωταγωγήθηκε ξανά η Ακρόπολη, από τότε που άρχισε ο πόλεμος.
Για
την αντιγραφή Ειρήνη Νίτη