ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ:
Ωχ! ώχ! Ο μπάρμπας μου έρχεται! Λες να ξαναθυμήθηκε, τη μυζήθρα, που του είχα
βουτήξει, μέσα απ’ το ταγάρι;
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ:
Γεια σου ανηψούδημ. Τι μ ‘κάνεις;
ΚΑΡ.: Σώπα,
ευτυχώς το ξέχασε. Καλός τον μπάρμπα μου. Πως από δω;
ΜΠΑΡΜΠ.: Πάω
σα κάτου, στην Εφουρία. Μου είπ’ ου Τσέλιγκας ου Μήτρους, ότι του ήρθ’ αυτό πως
του λένε;
ΚΑΡ.: Το
χαράτσι;
ΜΠΑΡΜΠ.: Ναι
μπράβου! Κι θα μας πάρ’ τη στάνη!
ΚΑΡ.: Δίκιο
έχει ο Μήτρος! Έχουνε βάλει χέρι παντού! Δεν θα γλυτώσει κανένας! Τρέχα να τους
τα ψάλλεις!
ΜΠΑΡΜΠ.:
Έτσι και μούρθ’ στη στάν, αυτοί περί των γραμμάτων, να μ’ αρχίσουν τις
εξυπνάδες, θ’ αμολύσου τον Κίτσου και τον Γκέκα, να τους πάρουν στο κατόπ!
ΚΑΡ.: Όχι,
μπάρμπα, αυτά δεν είναι σκυλιά, είναι δράκοι: μη βρεθείς και στη φυλακή, και
χάσω το θείο μου!
ΜΠΑΡΜΠ.: Μωρ
δε φοβάμ’ τα λυκουτόμαρα! Τώρα να διείς τι θα γίν σα κάτου! Θα πάρ ου Διάλους
τη μαμή που τους αφαλόκουψε! Άϊντε πάου! Γειά σου Καραγκιόζ…
ΚΑΡ.: Στο
καλό μπάρμπα και με τη νίκη!
Ε, ρε
μανούλα μου, να δούμε πότε θα γίνουμε και εμείς Μπαρμπαγιώργηδες, να πάρουμε
τις γκλίτσες, και να τους αλλάξουμε τα φώτα! Να δούμε πότε…
Μανώλης
Λαουτάρης